πολυγόνατος

πολυγόνατος
πολυγόνατος
having many joints
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυγόνατος — ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το πολυγόνατο(ν) βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη, οικογένεια λιλιίδες αρχ. 1. (για φυτό) αυτό που έχει πολλά γόνατα, πολλούς κόμβους 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • πολυγόνατον — πολυγόνατος having many joints masc/fem acc sg πολυγόνατος having many joints neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγονάτου — πολυγόνατος having many joints masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγονάτῳ — πολυγόνατος having many joints masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγόνατοι — πολυγόνατος having many joints masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυγόνατο — (πολυγόνατον το πολυανθές). Ποώδες φυτό της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα). Συναντάται αυτοφυές σε υγρές και σκιερές θέσεις των δασών (στη χώρα μας στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην Πελοπόννησο), όπου ανθίζει από τον Απρίλιο… …   Dictionary of Greek

  • πολύγονο — το / πολύγονον, ΝΑ (θοτ.) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην τάξη πολυγονώδη, οικογένεια πολυγονίδες αρχ. φρ. α) «πολύγονον ἄρρεν» το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πολυγόνατον το… …   Dictionary of Greek

  • πολύγουνος — ον, Α (επικ. τ.) (για φυτό) ο πολυγόνατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γόνυ, γόνατος / γούνατος / γουνός (πρβλ. βαρύ γουνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”